προαποδίδωμι

προαποδίδωμι
Α
1. πληρώνω προκαταβολικά
2. εκθέτω, εξηγώ προηγουμένως
3. ενεργώ ως προαποδότης
4. (για τα έντερα) είμαι ενεργητικός εκ τών προτέρων
5. φρ. «προαποδίδωμι τὴν βάσιν» — τελειώνω την απόδοση μιας πρότασης πριν από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. χωρίς τον απαιτούμενο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποδίδωμι «δίνω πίσω, εκτελώ, ερμηνεύω λέξη ή φράση, εξηγώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προαποδότης — ὁ, Α [προαποδίδωμι] αυτός που καλείται πρώτος να καταβάλει την οφειλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”